Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Τά πνευματικά ενδιαφέροντα σέ καιρό κρίσεως


του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη 
("Εκκλησιαστική Παρέμβαση", τεύχος Ιουλίου 2011)

Σέ περιόδους κρίσεων, όπως αυτή πού διερχόμαστε, τό έργο τής Εκκλησίας συναντά κάποιες πρόσθετες δυσκολίες, τίς οποίες, βέβαια, έχει τήν δυνατότητα, κάτω από κατάλληλες εκκλησιαστικές συνθήκες καί ποιμαντικές πρακτικές, νά τίς μετατρέψη σέ ευλογίες. Στό σημείωμα αυτό θά προσπαθήσουμε αφ' ενός μέν νά περιγράψουμε μιά από τίς δυσκολίες αυτές, αφ' ετέρου δέ νά αναφέρουμε κάποιες προϋποθέσεις γιά τήν ποιμαντική αντιμετώπισής της.
       Τά προβλήματα πού μάς κυκλώνουν είναι κυρίως οικονομικά καί κοινωνικά. Είναι προβλήματα τού κόσμου τούτου, πού εγκλωβίζουν τόν νού καί τήν ψυχή σέ ασφυκτικές βιοτικές μέριμνες. Οι μέριμνες αυτές έχουν τήν ιδιότητα, άν δέν υπάρχη ανάλογη εγρήγορση, νά εξουδετερώνουν από τίς ψυχές τών ανθρώπων όλα τά πνευματικά ενδιαφέροντα, κάθε τί πού συνδέεται μέ τά τιμιώτερα τής ανθρώπινης ζωής, όπως είναι η αναζήτηση τής βαθύτερης βίωσης τού μυστηρίου τής Εκκλησίας. Ο καθένας μπορεί νά γνωρίζη από τόν εαυτό του τό πόσο οι μέριμνες αυτές ερημώνουν τήν ψυχή, τό πόσο εύκολα καί ανεπαίσθητα τήν καθιστούν πνευματικά άγονη.

Η κατάσταση θυμίζει τήν παραβολή τού Σπορέως. Μόνον πού τά «αγκάθια», τά οποία «συμπνίγουν τόν σπόρο», δέν είναι ο «πλούτος» καί οι «ηδονές τού βίου», αλλά η στέρηση τών βασικών υλικών αγαθών, πού είναι αναγκαία γιά τήν επιβίωση, καθώς καί οι ψυχικές πληγές πού δημιουργεί η αίσθηση τού αδιέξοδου τής φτώχειας. Θά μπορούσε, βέβαια, νά ισχυρισθή κανείς ότι δέν υπάρχει σημαντική διαφορά στίς δύο παραπάνω περιπτώσεις, αφού «ο σπόρος συμπνίγεται» από τήν θλίψη πού δημιουργεί η στέρηση τού πλούτου καί τών ηδονών τού βίου, πράγμα πού σημαίνει ότι στό βάθος είναι τό ίδιο πάθος πού δημιουργεί τό πρόβλημα. Πράγματι, σέ πολλούς μπορεί αυτό νά ισχύη, όμως δέν πρέπει νά συγχέουμε τήν δούλωση στό πλούτο καί τίς ηδονές μέ τόν αγώνα γιά επιβίωση. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι τά πάθη είναι φυσικές δυνάμεις τής ψυχής τού ανθρώπου καί ότι γίνονται διαβλητά, όταν «κινούνται παρά φύσιν», όπως συμβαίνει μέ τήν παράλογη αγάπη τών ηδονών καί τού πλούτου, ενώ στήν φυσική τους κίνηση χαρακτηρίζονται αδιάβλητα, όπως είναι η φυσική πείνα καί δίψα.
Μιά σημαντική ποιμαντική δυσκολία, λοιπόν, είναι οι πιεστικές βιοτικές ανάγκες, πού προκαλούν έντονες εγκόσμιες μέριμνες, ενώ, από τήν άλλη μεριά, η πνευματική ζωή έχει ανάγκη από εσωτερική ειρήνη καί, σέ κάποιο βαθμό, από αμεριμνία. Η χριστιανική αμεριμνία, βέβαια, δέν σημαίνει αδιαφορία. Δέν σημαίνει εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας, κάθε δραστηριότητας. Γιά τούς πιστούς πού δέν εγκατέλειψαν τόν κόσμο η αμεριμνία χαρακτηρίζεται από τήν ήρεμη κίνηση τών λογισμών καί τών εννοιών τής ψυχής τους, από τήν «εν πραΰτητι» κυριαρχία τού προσευχόμενου νού πάνω στήν επιθυμία καί τόν θυμό, κατάσταση η οποία εδράζεται στήν βεβαιότητα τής αγάπης τού Θεού καί τής αμείωτης κυβερνητικής πρόνοιάς Του.
Πώς όμως νά μήν διακατέχεται από αδημονία καί ταραχή, πνιγμένος στίς βιοτικές μέριμνές του, ένας πού πεινά, ένας πού χάνει τήν δουλειά του ή πού μειώνεται σημαντικά τό εισόδημά του καί δέν μπορεί νά ανταποκριθή στά χρέη του;
Αυτό τό ερώτημα αποτελεί μιά πρόκληση, η οποία μπορεί νά ενεργοποιήση στό ποιμαντικό έργο τής Εκκλησίας όλον τόν θεολογικό καί ασκητικό οπλισμό της. Γιά παράδειγμα, μπορεί νά ενεργοποιήση τήν επαναδιατύπωση τής θεολογίας τού Σταυρού μέσα από τά σύγχρονα καθημερινά παθήματα τού κόσμου. Προκαλούμαστε νά μιλήσουμε, μέ διάκριση καί απλότητα, χωρίς μάταιους καί ανενεργούς στοχασμούς, γιά τόν Χριστό, πού είναι αδιάλειπτα παρών στήν Εκκλησία Του. Προκαλούμαστε νά θυμίσουμε ότι προσέλαβε τήν θνητή καί παθητή φύση μας, τήν οποία άφησε μέχρι καί τόν Σταυρό νά ενεργή τά δικά της ιδιώματα, αβοήθητη από τήν θεία ενέργεια, όπως επισημαίνει ο Γέροντας Παΐσιος σέ κείμενό του, εκφράζοντας τήν δική του εν Χριστώ σταυρική πείρα. Σέ μιά αποφθεγματική επιστολή του γράφει: «Οι ανθρώπινοι σταυροί είναι απλώς σταυρουδάκια, πού μάς βοηθάνε γιά τήν σωτηρία τής ψυχής μας, ενώ τού Χριστού ήταν πολύ βαρύς, διότι δέν χρησιμοποίησε τήν θεϊκή Του δύναμη γιά τόν εαυτό Του». Οι ανθρώπινοι σταυροί γίνονται «σταυρουδάκια», γιατί ο Χριστός «χρησιμοποιεί τήν θεϊκή Του δύναμη» γιά εμάς, αφού δέν μάς αφήνει νά πειρασθούμε πέρα από τίς δυνάμεις μας. Εκείνος άφησε τήν ανθρώπινη φύση Του αβοήθητη από τήν θεία ενέργειά Του. Γι’ αυτό, όπως γράφει ο απ. Παύλος στήν πρός Εβραίους επιστολή, προσερχόμαστε «μετά παρρησίας τώ θρόνω τής χάριτος», επειδή δέν έχουμε Αρχιερέα «μή δυνάμενον συμπαθήσαι ταίς ασθενείαις ημών», αφού ο Αρχιερέας μας Χριστός έχει δοκιμασθή σέ όλα «καθ’ ομοιότητα» πρός εμάς, «χωρίς» όμως «αμαρτίας».
Γιά νά μπορέση, όμως, νά ενεργοποιηθή όλος ο θεολογικός καί ασκητικός οπλισμός τής Εκκλησίας στό ποιμαντικό έργο της, απαιτούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Θεωρούμε ότι σημαντική προϋπόθεση, ανάμεσα σέ πολλές άλλες, είναι η πνευματική ωριμότητα τών ποιμένων καί η πιστότητά τους στήν αποστολική καί πατερική Παράδοση, όπως καί η διασάφηση, μέ βάση τήν ίδια Παράδοση, τού τί είναι η Εκκλησία καί ποιό τό έργο της μέσα στόν κόσμο. Μπορεί αυτές οι προϋποθέσεις νά είναι απλές καί αυτονόητες, όμως στίς μέρες μας φαίνεται ότι πολλοί θέλουν νά τίς ξεχνούν, προκειμένου νά μήν ενοχλούνται στίς απόψεις καί επιδιώξεις τους.
Δέν θά αναλύσουμε αυτό τό θέμα, πού είναι πολυσύνθετο καί ακανθώδες, αλλά θά προσπαθήσουμε νά μιλήσουμε θετικά, στηριγμένοι σέ μιά θεμελιακή θέση τού αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου από τόν έκτο περί Ιερωσύνης λόγο του. Παραθέτω τό σχετικό χωρίο σέ νεοελληνική απόδοση από τόν π. Ηλία Διακουμάκο, ο οποίος πρόσφατα μάς έδωσε τούς έξι περί Ιερωσύνης λόγους τού Χρυσοστόμου σέ κείμενο καί μιά νέα απόδοση στήν νέα ελληνική.
Ο ιερός Χρυσόστομος λέει: «Η ψυχή τού Ιερέα πρέπει νά λάμπει σάν τό φώς πού καταυγάζει τήν οικουμένη... Οι Ιερείς είναι τό αλάτι τής γής... Καί δέν πρέπει νά είναι ο Ιερέας μόνο τόσο καθαρός, όσο κατ’ αναλογία απαιτεί η υψηλή διακονία πού αξιώθηκε, αλλά νά είναι καί πολύ συνετός καί πολύ έμπειρος, νά γνωρίζει όλες τίς βιοτικές υποθέσεις όχι λιγότερο από εκείνους πού βρίσκονται μέσα στόν κόσμο, συγχρόνως όμως νά είναι ξένος από αυτές περισσότερο από τούς μοναχούς πού ασκούνται στά ερημικά βουνά». Ο Ιερέας ?κατεξοχήν εδώ αναφέρεται στόν Επίσκοπο? πρέπει νά είναι μέσα στόν κόσμο καί ταυτόχρονα έξω από αυτόν. Νά γνωρίζη εμπειρικά καί σέ βάθος όλες τίς βιοτικές υποθέσεις, αλλά νά έχη ψυχή ελεύθερη σάν τού ερημίτη. Είναι ταυτόχρονα θεραπευτής καί κυβερνήτης. Κυβερνά τό σκάφος τής Εκκλησίας καί θεραπεύει τίς ψυχές τού ποιμνίου του μέ τά μυστήρια καί τόν λόγο. Διακονεί τό έργο τής Εκκλησίας, πού είναι η ενεργός οικείωση από τούς πιστούς τής νίκης τού Χριστού εναντίον τού διαβόλου καί τού θανάτου.
Ο λόγος τού αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου μάς συνετίζει. Μάς δείχνει τίς προϋποθέσεις, τήν ευθύνη καί τό ύψος τής Ιερωσύνης. Μάς μιλάει γιά τήν δωρεά τού μυστηρίου, αλλά καί τήν ανθρώπινη συνέργεια.
Στίς μέρες μας φαίνεται ότι είναι απαραίτητο, άν θέλουμε νά βοηθήσουμε τόν κόσμο πού ταλαιπωρείται από τήν κρίση, νά γνωρίζουμε τούς οικονομικούς μηχανισμούς πού οδηγούν πολλούς στήν φτώχεια. Χρειάζεται οι Κληρικοί, σύμφωνα καί μέ τήν προτροπή τού αγίου Νεκταρίου, νά βρούμε «τάς αφορμάς τών δυστυχιών», ώστε νά βοηθήσουμε νά αρθούν. Αυτή η κοινωνική διάσταση τού ποιμαντικού έργου δέν εξαντλείται, βέβαια, στήν υλική επιφάνεια. Δέν ενδιαφέρεται απλά καί μόνο γιά τήν οικονομία, αλλά πρωτίστως γιά τόν άνθρωπο πού καταπιέζεται καί νεκρώνεται πνευματικά από τούς μηχανισμούς της.
Κύριος ρόλος τού Ποιμένα είναι μέ υλικά καί πνευματικά μέσα νά βοηθά κάθε ταλαιπωρημένο άνθρωπο νά βρίσκη τήν εσωτερική ισορροπία του, νά αποκαθιστά τήν ειρήνη στούς λογισμούς καί τήν καρδιά του, νά ξυπνά μέσα του τήν πίστη. Γενικά, νά τόν βοηθά, παρά τίς εξωτερικές αντίξοες συνθήκες, στό ξύπνημα πνευματικών ενδιαφερόντων, όπως είναι η ανάγνωση ιερών κειμένων καί η κατά τό δυνατόν απερίσπαστη προσευχή, μέσα στό πλαίσιο τής αναζήτησης βαθύτερης βιώσεως τού μυστηρίου τής Εκκλησίας.

Περί νεφελώδους αγαπολογίας


του Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη  
("Εκκλησιαστική Παρέμβαση", τεύχος Αυγούστου 2011)

Γιά εμάς τούς Ορθοδόξους Χριστιανούς όλο τό νόημα τής ζωής μας περικλείεται μέσα στόν «θεσμόν τής Εκκλησίας». Η Εκκλησία είναι τό νόημα καί ο σκοπός τού κόσμου. Εκεί υπάρχει ο Χριστός, η Κεφαλή τής Εκκλησίας, καί «εν τώ Χριστώ» ο Πατήρ καί τό Άγιον Πνεύμα. Έτσι, κάθε τί έχει αιώνιο νόημα, εφόσον υπάρχει ή πραγματοποιείται μέσα στήν Εκκλησία. Ο άγιος Κυπριανός έλεγε: «Έξω από τήν Εκκλησία δέν υπάρχει σωτηρία». Έξω από τήν Εκκλησία, δηλαδή χωρίς οργανική σχέση μέ τήν χαρισματική καί ιεραρχική δομή της, ούτε άσκηση, ούτε πίστη, ούτε κοινωνικός ή θρησκευτικός επιμέρους θεσμός έχει σωτηριολογική σημασία καί ενέργεια. Ένας πού αποχωρίζεται από τό Σώμα τής Εκκλησίας όση καί όποιας μορφής άσκηση καί άν κάνη, όση πίστη καί άν νομίζη ότι διαθέτει, όσες ομάδες ή συνοδίες μαθητών, «πνευματικών τέκνων» ή οπαδών καί άν συγκροτήση, βρίσκεται αυτός καί όλο του τό έργο έξω από τήν «σωστική κιβωτό».
Τά παραπάνω, καί όσα στήν συνέχεια διατυπώσουμε, έχουν αφορμή τήν απόφαση τής Διαρκούς Ιεράς Συνόδου γιά επέκταση τού επιτιμίου τής ακοινωνησίας σέ όλα τά μέλη τής αδελφότητας τής Ιεράς Μονής Μεταμορφώσεως τού Σωτήρος Σκάλας Ναυπάκτου καί τήν έναρξη τής διαδικασίας άρσεως τού Προεδρικού Διατάγματος ιδρύσεως καί λειτουργίας τής Μονής. Σκοπός τού σημειώματος αυτού δέν είναι νά παρουσιάση καί νά ερμηνεύση τήν συνοδική απόφαση, αλλά νά ασχοληθή μέ τήν υποδομή κάποιων αντιδράσεων –υπερασπιστικών δήθεν τής Μονής– πού βρίσκονται σέ κραυγαλέα αντίθεση πρός τήν αγιοπνευματική εν Χριστώ ζωή τού Σώματος τής Εκκλησίας.
Η σκλήρυνση στήν εκκλησιολογική ιδιορρυθμία φαίνεται έντονα στήν επιστράτευση θεολογικών καί ποιμαντικών στρεβλώσεων –μέ επικάλυμμα μιά νεφελώδη συναισθηματική αγαπολογία– προκειμένου νά δικαιολογηθούν τά εκκλησιολογικώς αδικαιολόγητα. Επισημαίνουμε δύο, κατά τήν γνώμη μας, σημαντικές στρεβλώσεις:
Πρώτον, η αγάπη τού εκκλησιαστικού Ποιμένα περιγράφεται σάν μιά πλαδαρή συναισθηματική αγάπη. Θεωρείται από μερικούς ότι ο Ποιμένας πρέπει μόνον νά ανέχεται. Δέν πρέπει νά δημιουργή πόνο στό ποίμνιο. Η δημιουργία τού πόνου ταυτίζεται μέ τήν σκληρότητα, τήν απουσία τής αγάπης καί όχι μέ τήν ανύστακτη μέριμνα γιά περιφρούρηση τής ορθής πίστεως τού ποιμνίου καί τήν υπόδειξη σ’ αυτό τής «τεθλιμμένης οδού», πού οδηγεί στήν αιώνιο ζωή. Η πρόσκληση σέ μετάνοια θεωρείται «δεσποτική» καί όχι «πατρική» συμπεριφορά. Θά έλεγε κανείς ότι υπάρχει μιά αγαπολογική μέριμνα αποτροπής τής μετανοίας. Ενέργεια πράγματι δαιμονική.
Δεύτερον, οι Ιεροί Κανόνες πού μιλούν γιά επιτίμια, ακοινωνησία καί αφορισμό, παρουσιάζονται ως αντίθετοι πρός τήν διδασκαλία τού Χριστού. Κατηγορούνται, δηλαδή, οι άγιοι Πατέρες τών Οικουμενικών Συνόδων ότι δέν είχαν «νούν Χριστού», ότι ήταν σκληροί καί ακύρωναν τό κήρυγμα τού Χριστού γιά τήν αγάπη. Η κατηγορία αυτή συνιστά κατάργηση τής Ιεράς Παραδόσεως καί άγνοια τού πώς δρά τό Άγιον Πνεύμα μέσα στήν Εκκλησία. Η εικόνα, πάντως, τού Χριστού πού δημιουργεί αυτή η άποψη θυμίζει τόν «γλυκύ Ιησού» τών ρομαντικών ζωγράφων τής Δύσεως καί όχι τόν Χριστό τών Ευαγγελίων, πού είπε τά περίφημα «ουαί» στούς Γραμματείς καί Φαρισαίους ή πού λίγες μέρες μετά τό θαύμα στόν γάμο τής Κανά, όταν επισκέφθηκε τόν Ναό, «ποιήσας φραγγέλιον εκ σχοινίων πάντας εξέβαλεν τού ιερού, τά τε πρόβατα καί τούς βόας, καί τών κολλυβιστών εξέχεε τό κέρμα καί τάς τραπέζας ανέτρεψε»(Ιωάνν. β',15). Ούτε είναι ο Χριστός πού συμβουλεύει: «Εάν αμαρτήση εις σέ ο αδελφός σου» καί δέν ακούση εσένα, ούτε τούς δύο ή τρείς πού θά πάρης μαζί σου, «ειπέ τή Εκκλησία εάν καί τής Εκκλησίας παρακούση, έστω σοι ώσπερ ο αμαρτωλός καί ο τελώνης»(Ματθαίου, ιη',17). Ούτε είναι ο Χριστός τού απ. Παύλου (πού είχε «νούν Χριστού»), ο οποίος είπε στούς Κορινθίους γιά τόν αιμομίκτη, νά «εξαρθή εκ μέσου» αυτών καί νά παραδοθή «τώ Σατανά εις όλεθρον τής σαρκός, ίνα τό πνεύμα σωθή εν τή ημέρα τού Κυρίου Ιησού» (Α' Κορινθ. ε',2-5).
Σέ σχέση μέ τά παραπάνω πρέπει νά σημειωθούν ορισμένα πράγματα ακόμη. Όσοι, χωρίς δική τους υπαιτιότητα, αγνοούν τόν Χριστό καί τήν Εκκλησία Του έχουν κάποια ελαφρυντικά γιά τίς τυχόν αστοχίες τους. Οι μή αγνοούντες όμως –ιδιαίτερα αυτοί πού αυτοθεωρούνται «πνευματικοί πατέρες»– γιά κάθε ιδιορρυθμία στόν βίο ή τήν ποιμαντική τους, πού έρχεται σέ αντίθεση μέ τήν θεσμοθεσία τής Εκκλησίας, δέν έχουν ελαφρυντικά. Γι’ αυτούς η «υπέρ νούν» ενυπόστατη αγάπη, δηλαδή ο Χριστός, λέει: «ο γνούς τό θέλημα τού κυρίου εαυτού καί μή ετοιμάσας μηδέ ποιήσας πρός τό θέλημα αυτού, δαρήσεται πολλάς» (Λουκά ιβ',47). Καί επειδή οι άνθρωποι αυτοί έχουν μεγάλη πεποίθηση στά έργα τους καί τίς απόψεις τους, ακόμη καί «εν εκείνη τή ημέρα» τής κρίσεως θά πούν στόν Χριστό: «Κύριε, Κύριε, ου τώ σώ ονόματι προεφητεύσαμεν, καί τώ σώ ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν, καί τώ σώ ονόματι δυνάμεις πολλάς εποιήσαμεν; Καί τότε», μάς λέει ο Χριστός, «ομολογήσω αυτοίς ότι ουδέποτε έγνων υμάς αποχωρείτε απ’ εμού οι εργαζόμενοι τήν ανομίαν.» (Ματθαίου, ζ', 22-23). Τό σημαντικό γιά μάς είναι νά μάς γνωρίζη ο παντογνώστης Χριστός. Αυτό δέν σημαίνει ότι δέν γνωρίζει κάθε λεπτομέρεια τής ζωής μας, αλλά ότι πρέπει εμείς νά τόν γνωρίσουμε μέ όλη τήν ύπαρξή μας, αποβάλλοντας από τόν εαυτό μας κάθε ιδιορρυθμία πού υποθάλπεται από τά αθεράπευτα πάθη μας, ώστε νά ενεργή απρόσκοπτα μέσα μας η Χάρη Του. Καί φυσικά δέν υπάρχει Χριστός έξω από τήν Εκκλησία.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι «εργαζόμενοι τήν ανομίαν» μέ τό όνομα τού Χριστού βγάζουν δαιμόνια, κάνουν θαύματα, αλλά ο Χριστός τούς ίδιους δέν τούς γνωρίζει. Ενεργεί μέσω τής ιερωσύνης Του, τήν οποία φέρουν, αλλά καί χάρη στήν πίστη τού λαού πού τούς πλησιάζει μέ ευλάβεια. Η δύναμη τής ιερωσύνης τού Χριστού (τήν οποία σφετερίζονται, θεωρώντας την δική τους ιδιότητα), καθώς καί η ευλάβεια τού λαού, τούς παγιώνουν στήν «ανομία» τους. Τούς πείθουν ότι είναι αληθινοί ποιμένες τής Εκκλησίας, καί άς επισημαίνονται οι εκτροπές τους «εκ τε τής ευαγγελικής καί κανονικής οδού» από αλλεπάλληλες συνόδους επισκόπων καί από ανθρώπους μέ εγνωσμένη ασκητική καί εκκλησιαστική πείρα.
Γιά ένα μέλος τής Εκκλησίας η αποκοπή από τό Σώμα Της, η ακοινωνησία ή ο αφορισμός του, μέ ενεργοποίηση καί εφαρμογή τών Ιερών Κανόνων –μετά τήν εξάντληση όλων τών ορίων τής οικονομίας– είναι ένα τραγικό γεγονός. Δέν είναι μιά τυπική διοικητική πράξη, χωρίς σωτηριολογικές συνέπειες. Είναι μιά πράξη πού συνδέεται μέ τήν μυστηριακή λειτουργία τού Σώματος τής Εκκλησίας. Είναι μιά πιστοποίηση τής ασυμφωνίας τού βίου καί τής πράξεως τών «ακοινωνήτων» πρός τήν ζωή πού δίδαξε καί φανέρωσε στόν κόσμο ο Χριστός καί εμπνέει στά μέλη τού Σώματός Του τό Άγιον Πνεύμα. Οπότε δέν είναι ένα γεγονός τού οποίου η τραγικότητα μπορεί νά διασκεδασθή μέ νομικίστικες κατασκευές ή μέ αγαπολογικές συναισθηματικές ερμηνείες –μάλλον σκόπιμες παρερμηνείες– τής εκκλησιαστικής ποιμαντικής καί τής εν Χριστώ λειτουργίας τού θεσμού τής πνευματικής πατρότητας.
Ο ποιμένας τής Εκκλησίας, καί κατ' εξοχήν ο Επίσκοπος, είναι πρίν απ’ όλα «θεραπευτής». Κατά τήν θεραπευτική διαδικασία μπορεί νά δεχθή τά «ραπίσματα» τών θεραπευομένων, όπως οι γιατροί, όταν αναγκάζονται νά κάνουν οδυνηρές επεμβάσεις στούς ασθενείς τους. Αυτά τά ραπίσματα οφείλει ο Ποιμένας νά τά υπομένη, ως τόν σταυρό τής διακονίας του, πού διαχέει στό πλήρωμα τής Εκκλησίας τήν ενέργεια τού Σταυρού τού Χριστού, δηλαδή τήν καθαρτική καί φωτιστική χάρη καί ενέργεια τού Θεού. Σέ αυτήν τήν διαδικασία προϋποτίθενται δύο παράγοντες: Ο θεραπευόμενος πού δέχεται τήν θεραπεία, η οποία πονά τόν εθισμένο στά πάθη ψυχοσωματικό οργανισμό του καί τόν θεραπευτή πού ενεργεί τήν θεραπεία. Όταν τά ραπίσματα δέν δίνονται από αυτούς πού δέχονται τήν θεραπεία, αλλά από αυτούς πού προκλητικά τήν απορρίπτουν, τότε θυμίζουν τά ραπίσματα τών στρατιωτών τού Πιλάτου, πού χλεύαζαν τόν Χριστό, κι ακόμη πιό πολύ θυμίζουν τό ράπισμα τού δούλου τού Αρχιερέως μέσα στό Συνέδριο, τό οποίο όμως ο Χριστός δέν άφησε αναπάντητο. Δέν τό δέχθηκε σιωπηλά, ούτε έστρεψε στόν ραπίσαντα δούλο καί τήν άλλη σιαγόνα Του, όπως θά επιθυμούσαν οι αγαπολόγοι, αλλά τού είπε: «ει κακώς ελάλησα μαρτύρησον περί τού κακού, ει δέ καλώς τί μέ δέρεις»(Ιωάνν. ιη',23). Ο Ποιμένας δέν εκθέτει τόν εαυτό του σέ άσκοπα ραπίσματα, όπως ο πιστός δέν πρέπει νά εκθέτη τόν εαυτό του σέ άσκοπους κινδύνους. Άλλωστε καί στήν περίοδο τών διωγμών δέν επιτρεπόταν η αυτόβουλη έκθεση στό μαρτύριο. Ο επιχώριος Ποιμένας αναφέρεται καί βρίσκεται σέ ενότητα μέ τήν Σύνοδο τών Επισκόπων, στίς αποφάσεις τής οποίας όλοι όσοι θέλουν νά είναι μέλη τής Εκκλησίας οφείλουν νά υπακούουν. Η Σύνοδος έχει τόν τελικό λόγο γι αυτούς πού χλευαστικά απορρίπτουν τήν σύμφωνη μέ τούς Ιερούς Κανόνες θεραπεία τών εκτροπών τους.
Πάντως, η μετάνοια είναι δυνατή ακόμη καί στούς διώκτες τού Χριστού καί στούς χλευαστικά ραπίζοντες τό πρόσωπό Του. Αρκεί, φυσικά, νά τήν συναισθανθούν καί νά τήν τολμήσουν.

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Ο επίκαιρος Μακρυγιάννης


Άρθρο στην εφ. "Ναυπακτία" (22/09/11)


Ο στρατηγός Μακρυγιάννης, αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης, ήταν απλός και ταπεινής μόρφωσης άνθρωπος. Συνάμα όμως ήταν πατριώτης, τηρητής των παραδόσεων και πιστός στην ορθόδοξη παράδοση. Η συμβολή του στην ομόνοια μεταξύ των Ελλήνων αξιωματούχων, σε περιόδους κρίσιμες για την επανάσταση, υπήρξε καταλυτική και γι’ αυτό τιμήθηκε και αναδείχθηκε ανάμεσα στους πολλούς αγωνιστές.
Ο Μακρυγιάννης θέλησε να μεταφέρει τις εμπειρίες του και τα γεγονότα της περιόδου εκείνης. Γι’ αυτό κι έγραψε τα Απομνημονεύματά του, ένα έργο το οποίο αποτελεί πολύτιμη ιστορική πηγή. Επειδή θεωρούσε ότι κάποιοι έκρυβαν από την ιστορία τις πραγματικές πτυχές των γεγονότων σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ἐγὼ τὴν ἀλήθεια θὰ τὴν εἰπῶ γυμνή». Είναι, λοιπόν, ένας ανεκτίμητος θησαυρός και μια παρακαταθήκη για όλο τον Ελληνισμό.
Από τα πολλά που εντοπίζει κανείς, διαβάζοντας το έργο του στρατηγού, ξεχωρίζει ρήσεις για τη δικαιοσύνη και τη συμπεριφορά των Ευρωπαίων απέναντι στη χώρα μας. Είναι δε απόλυτα επίκαιρα τα λόγια του, καθώς σήμερα η κοινωνία των Ελλήνων μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα των εξελίξεων και των μέτρων, αναρωτιόμαστε αν όλα αυτά που μας «σέρνουν» μας «τα σέρνουν" δικαίως, καί επίσης γιατί εκφράζεται αυτή η έλλειψη αλληλεγγύης από τους Ευρωπαίους εταίρους μας.
Γράφει χαρακτηριστικά ο στρατηγός: «Αυτείνοι (εννοεί τους λαμπρούς προγόνους μας) δεν τήραγαν να θησαυρίσουνε μάταια και προσωρινά, τήραγαν να φωτίσουν τον κόσμο με φώτα παντοτινά. Έντυναν τους ανθρώπους μέ αρετή, τους γύμνωναν από την κακή διαγωγή και τοιούτως θεωρούσαν γενικώς την ανθρωπότη και γένονταν δάσκαλοι της αλήθειας. Κάνουν και οι μαθηταί τους οι Ευρωπαίοι την ανταμοιβή εις τους απογόνους εμάς γύμναση της κακίας και παραλυσίας.» Καταπληκτική η επικαιρότητα των ρήσεών του.
Είναι μνημειώδης η απληστία (σε αντίθεση με την περιγραφή του Μακρυγιάννη για τους προγόνους μας) που σημάδεψε την πολιτική  και επιχειρηματική, αλλά και εν γένει την κοινωνική ζωή στην Ελλάδα από ιδρύσεώς του νέου μερικού κράτους το 1830, αλλά κυρίως κατά τα χρόνια της μεταπολίτευσης. Μίζες και κατασπατάληση κονδυλίων, κακομεταχείριση και κακοδιαχείριση οδήγησαν τη χώρα σ’ ένα κακέκτυπο ανάπτυξης και προόδου, σε μια πλαστή πραγματικότητα ευδαιμονίας και πλουτισμού. Συνθήκες που οδήγησαν σταδιακά τον Έλληνα εργαζόμενο σε μια υποβάθμιση της ποιότητας της προσφερόμενης εργασίας του και σε μια νοοτροπία αριβισμού, με σκοπό το εύκολο κέρδος ή την άκοπη εργασία. Σημειώνω ότι αυτό δεν χαρακτήρισε το σύνολο των Ελλήνων, αλλά μεγάλη μερίδα αυτών. Αυτό, όμως, δεν κατήργησε καθολικά τα προφανή. Ο Έλληνας συνεχίζει να είναι ακόμη ο πιο σκληρά εργαζόμενος της Ευρώπης και από τους χαμηλόμισθους αυτής.
Συνεχίζει δε ο Μακρυγιάννης, απευθυνόμενος προς τους Ευρωπαίους, καταλογίζοντάς τους έλλειψη δικαιοσύνης. Παρόλ’ αυτά ελπίζει στη δικαιοσύνη του Θεού, που θεωρεί τον μόνο δίκαιο κριτή απέναντι σ’ αυτήν την αδικία, αλλά και μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Γράφει χαρακτηριστικά: «Όμως του κάκου κοπιάζετε. Αν δεν υπάρχει σ’ εσάς αρετή, υπάρχει η δικαιοσύνη του μεγάλου Θεού, του αληθινού βασιλέα. Ότι εκεινού η δικαιοσύνη μας έσωσε και θέλει μας σώση, ότι όσα είπε αυτός είναι όλα αληθινά και δίκαια και τα δικά σας ψέματα δολερά. Κι᾿ όλοι οι τίμιοι Έλληνες δεν θέλει κανένας ούτε να σας ακούση, ούτε να σας ιδή, ότι μας φαρμάκωσε η κακία σας, όχι των φιλανθρώπων υπηκόγωνέ σας, εσάς των ανθρωποφάγων οπ᾿ ούλο ζωντανούς τρώτε τους ανθρώπους και ᾿περασπίζεστε τους άτιμους και παραλυμένους και καταντήσετε την κοινωνία παραλυσία.»
Είναι εμφανής, σήμερα, στην ευρωπαϊκή οικογένεια η δυσαρμονία στις σχέσεις των εταίρων, η διαφωνία στις αποφάσεις και η κακοφωνία ορισμένων ταγών της. Την αδυναμία μιας χώρας της οικογένειάς της (Ελλάδα) να ανταπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις, την χρησιμοποίησαν για προώθηση των δικών τους οικονομικών συμφερόντων (είσοδος των ξένων επενδύσεων στη χώρα μας και αγορά δημόσιου πλούτου σε χαμηλότερες τιμές από την πραγματική του αξία). Μια χώρα την οποία ξεζούμιζαν από την ίδρυσή της με τα ληστρικά τους δάνεια, τα κατοχικά τους δάνεια και την πώληση πολεμικού εξοπλισμού, την χαρακτήρισαν εν τέλει «pig» και κατέταξαν την οικονομία της στα σκουπίδια. Αυτοί οι οποίοι καρπώθηκαν τόσα χρόνια από την Ελλάδα, τώρα σκέφτονται αν θα συνεχίσουν να μας στηρίζουν. Σκέφτονται αν πρέπει να συνεχίζει η χώρα μας να είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αν ζούσε σήμερα ο Μακρυγιάννης, λογικά θα ήταν κάτοικος μια μικρής πόλης, όπως είναι η πόλη μας η Ναύπακτος. Θα ήταν ένας απλός νοικοκύρης, πιστός στην ορθόδοξη παράδοση, άνθρωπος της εκκλησίας και πρόθυμος στην προσφορά και τη φιλανθρωπία. Επίσης θα ήταν ένας Έλληνας πολίτης, ευπατρίδης κάτοικος ετούτης της χώρας, που δεν θα δεχόταν εύκολα αυτήν την ταπείνωση της χώρας του από τους ξένους. Θα ήταν έτοιμος, όσους εχθρούς κι αν είχε, να δράσει. Γράφει χαρακτηριστικά: «Του λέγω, οχτρούς αν τους έκαμα, δεν λυπώμαι, ότι κακό κανενού δεν έκαμα δια το νιτερέσιόν μου. Όταν μου πειράζουν την πατρίδα μου και θρησκεία μου, θα μιλήσω, θα ᾿νεργήσω κι᾿ ό,τι θέλουν ας μου κάμουν». Αυτός θα ήταν ο Μακρυγιάννης σήμερα.
Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται μέσα σ’ έναν κυκεώνα εξελίξεων, στο επίκεντρο της επίθεσης των ξένων συμφερόντων. Η αδυναμία μας να αμυνθούμε αρχικώς, έγινε ο δίαυλος να δεχτούμε καθολική ταπείνωση και να γίνουμε περίγελος σε όλον τον κόσμο. Ο κόμπος φτάνει στο χτένι. Κι όσο ο κόμπος φτάνει εκεί, η ανυπομονησία των Ελλήνων για αλλαγή και νέα πορεία γίνεται μεγαλύτερη. Η οργή για την έλλειψη δικαιοσύνης γιγαντώνεται. Η αποστροφή προς τους «κακόβουλους» Ευρωπαίους κι άλλους εταίρους κατακτά όλο και μεγαλύτερο έδαφος στην ελληνική κοινή γνώμη. Το αίσθημα της αδικίας αρχίζει να έχει το δικό του μεγάλο δίκιο.
Σήμερα, από την γερμανική Κατοχή του 1940 και μετά, είναι αισθητή όσο ποτέ η αίσθηση έλλειψης ελευθερίας και εθνικής κυριαρχίας στη χώρα μας.  Όταν αυτό το συναίσθημα εξαπλωθεί παντού οι απόγονοι του Μακρυγιάννη δεν θα κάτσουμε με σταυρωμένα τα χέρια. Η ελευθερία σε μια χώρα δεν κατακτιέται από τον καναπέ και δεν κερδίζεται με την καλοπέραση. Κερδίζεται με κόπο και αγώνα. Και επειδή η δημοκρατία μας προβλέπει τρόπο αλλαγής, είναι θεμιτό η κυβέρνηση να κηρύξει πρόωρες εκλογές. Σε άλλη περίπτωση υπάρχει και ο δρόμος της εξέγερσης. Μιας εξέγερσης «ταπεινωμένων», αλλά περήφανων Ελλήνων πολιτών. Πολιτών μιας χώρας που είχαν την τιμή να ποτίσει τη γη τους το αίμα του Μακρυγιάννη.

Α.Θ.Β.